- σιαλενδρίς
- σῐᾰλενδρίς, ίδος, ἡ, perh.A = σιαλίς 1, Call.Fr.100c6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιαλενδρίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιαλενδρίς — ίδος, ἡ, Α πιθ. η σιαλίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek